Νύχτωσε πάλι.
Τόσο άδεια και μονότονη συνήθεια του ήλιου να τρυπώνει βαρύς απο τρόμο,
χωρίς ήχο, χωρίς θόρυβο, μονάχα αμίλητος, στο χάος.
Σε λίγο πρέπει να κλείσω τις κουρτίνες.
Να αποφύγω όσα μέσα τους βολεμένα με κράτησαν την ημέρα
και αβίαστα, να με κυριεύσει πάλι το ανύπαρκτο.
Τώρα δε θα χρειαστεί να φοβάμαι αυτά που μπορεί να σημαίνουν πόνος.
Τα αστέρια έξω δε θα μιλούν για τίποτα.
Μόνο θα νανουρίζουν την μαύρη πόλη.
Εσύ.
Εγώ.
Η καλοσιδερωμένη μου σκέψη θα χωθεί στα τσαλακωμένα σεντόνια και
θα ορμήσει με τον τρελό εαυτό της καταπάνω μου.
Σκατά.
Ποτέ δεν με πετυχαίνω.
Εγκαταλείπομαι.
Στο γαμημένο απαράδεκτο της υπόθεσης,
που μας κρατάει χώρια.
Εσύ.
Τα φιλιά σου απελπισμένη πίνω.
Μαλακισμένα, ανόητα και μονότονα σαν τη συνήθεια του ήλιου
που κάθε φορά ίδια ώρα χάνεται.
Μην με κοιτάς.
Για ένα φιλί, λάθος μίλησα.
Θα κλείσω τώρα τις κουρτίνες και μαζί με αυτές, εσύ θα βαραίνεις μέσα μου.
Τυχαίοι καιροί.
Κατευθείαν έρωτες.
Εσύ, εγώ, οι άλλοι.
Και η ήττα που δε ξεχωρίζει μέρες ή νύχτες αλλά χτυπάει τα παραθυρόφυλλα
με μπουνιές, εκεί κοντά στο ξημέρωμα.
Σήκω! Τρέξε!
Να ανήκω, να ανήκω.
Να μου ανήκεις...
Δεν ξέρω πως λένε πια ψέματα.
Στο διάβολο όλες οι νύχτες.
Στο διάβολο το ανύπαρκτο.
Ακίνητες, παράλυτες νύχτες.
Στα όρια της τρέλας.
Έσπασα.
Νύχτωσε πάλι.
Και στην καρδιά μου φυτρώνουν χέρια.
Γήινα στήθη και δίψα για σπέρμα.
Καρδιά, καρδιά.
Πάντα εσύ...
Μοιάζω ολόκληρη με έναν παλμό,
με μιά χούφτα νερό το σώμα, χύνεται πλάι σου.
Πλάι σου...
Κοίτα! Κοίτα με.
Σε λίγο πρέπει να κλείσω τις κουρτίνες.
Ίσως για μια στιγμή να προλάβεις κλεφτά, να με δείς να τρέμω.
Το κρύο σιώπησε, όπως εσύ.
Και η τρεμούλα θα'χει φωνή.
Τους φόβους θα κόβει στα δύο,
του εσύ να'σαι εκεί και εγώ εδώ.
Για πάντα.
Γαμημένο για πάντα.
Το πρωί θα χαμογελάσω, θα τραβήξω πάλι τις κουρτίνες, ο ήλιος θα φορέσει
τα καλά του και η ζωή θα κλάψει πάλι που έγινε ξένη.
Εσύ. Εγώ.
Σκατά.
Οι κουρτίνες έκλεισαν και το πουθενά μου ανήκει.
Άλλο σκοτάδι, άλλο κρύο, άλλη ελπίδα, δε θα ειπωθεί.
Στο χώμα ανακατεύομαι.
Σημάδεμα του νου που σαλεύει.
Δεν ήθελα να σε τρομάξω απόψε.
Αύριο ίσως δοκιμάσω για χάρη σου να κοιμηθώ με ανοιχτές διάπλατα τις
κουρτίνες μου.
Να σου χαρίσω για μια φορά, λίγους κλειδωμένους όρκους,
από κείνους που δεν ζήτησες.
Σκύψε. Άκου.
Φαίνεται το παράκανα.
Λάμπει αυτό που νιώθω, στον κόσμο μας.
Κι όσο και αν σιωπώ για εμάς, ετούτο φανερώνεται.
Αύριο ίσως σε πιστέψω και βάψω μαύρες τις κουρτίνες.
Κι όσα εσύ καις για το εμάς που έγραψα, να απλώσω στον πάγο της αλήθειας.
Σκάσε! Σκάσε!
Τώρα πρέπει να φύγω.
Τι φταίς και εσύ, τι φταίς...
Τότε θα μάθω, πως το εσύ και εγώ.
- Δεν υπάρχει...
ΑΥΛΑΙΑ
Καληνύχτα.
VENNIS