Τα δικαιώματα των θλίψεων ανήκουν στους δημιουργούς τους...
-Απόψε τέλειωσα μονορούφι θα έλεγα το βιβλίο Τελευταία Πόλη του Διονύση Μαρίνου.
Φίλου συγγραφέα και λογοτέχνη.
Και ποιός άραγε νοιάζεται για ταμπέλες όταν μέσα του μαίνεται πόλεμος...
Σε αυτή μου την διαδρομή χρειάστηκε να πάω με τα πόδια, που προχωρώντας γίνονταν μέτωπο,
βλέφαρα, ύλη και θρήνος.
Σαν να πρωτοφτιαχνόταν ο κόσμος, τον γκρέμιζα και τον ατένιζα στην χαοτική πλάνη, του:
-Ζώ, υπάρχω, γράφω...
Απατηλή ώρα να ψάχνεις λέξεις -να περιγράψεις το μεγαλείο του όνειρου και του εφιάλτη που απέκτησαν δικό τους χώρο- και οι γαμημένες ποτέ να μην φτάνουν...
Νιώθω ακόμη και τώρα πως η ανάγκη να επιλέγεις να υποφέρεις χρειάζεται τόσα κότσια,
τόσο κομμένη φλέβα για του λόγου το αληθές που η ροή του αίματος, γίνεται αγωνίες παλιές,
αφόρετες, στενές, τράχηλος και βήματα, παιδιά που κλαίνε πετώντας αετούς σε μάταιους ουρανούς, κεφάλια σπασμένα, μύτες ανοιγμένες σε παιχνίδι που νικιέται ο θάνατος με ταχύτητα.
Σαν να σκούζεις κόντρα, την ταφόπλακα σηκώνοντας, υπογράφοντας με μελάνι τα μυστικά περάσματα του νου, ενός άντρα, ενός γραφιά, ενός που την πένα έκανε προέκταση της κόλασης
και εξάρτημα του χεριού του.
Ανάψανε μεμιάς όλα μου τα φώτα!!!
Σκέφτηκα ακάλυπτη τα όσα φοβήθηκα ανοίγοντας ένα φράγμα πίστης στην αύριο μου γενιά,
στην ποίηση που κατρακυλάει αβίαστη στην πεζή της χρήση χωρίς να εκπορνεύσει ούτε μια στάλα τον εαυτό της.
-Απόψε τέλειωσα μονορούφι θα έλεγα το βιβλίο Τελευταία Πόλη του Διονύση Μαρίνου.
Φίλου συγγραφέα και λογοτέχνη.
Και ποιός άραγε νοιάζεται για ταμπέλες όταν μέσα του μαίνεται πόλεμος...
Σε αυτή μου την διαδρομή χρειάστηκε να πάω με τα πόδια, που προχωρώντας γίνονταν μέτωπο,
βλέφαρα, ύλη και θρήνος.
Σαν να πρωτοφτιαχνόταν ο κόσμος, τον γκρέμιζα και τον ατένιζα στην χαοτική πλάνη, του:
-Ζώ, υπάρχω, γράφω...
Απατηλή ώρα να ψάχνεις λέξεις -να περιγράψεις το μεγαλείο του όνειρου και του εφιάλτη που απέκτησαν δικό τους χώρο- και οι γαμημένες ποτέ να μην φτάνουν...
Νιώθω ακόμη και τώρα πως η ανάγκη να επιλέγεις να υποφέρεις χρειάζεται τόσα κότσια,
τόσο κομμένη φλέβα για του λόγου το αληθές που η ροή του αίματος, γίνεται αγωνίες παλιές,
αφόρετες, στενές, τράχηλος και βήματα, παιδιά που κλαίνε πετώντας αετούς σε μάταιους ουρανούς, κεφάλια σπασμένα, μύτες ανοιγμένες σε παιχνίδι που νικιέται ο θάνατος με ταχύτητα.
Σαν να σκούζεις κόντρα, την ταφόπλακα σηκώνοντας, υπογράφοντας με μελάνι τα μυστικά περάσματα του νου, ενός άντρα, ενός γραφιά, ενός που την πένα έκανε προέκταση της κόλασης
και εξάρτημα του χεριού του.
Ανάψανε μεμιάς όλα μου τα φώτα!!!
Σκέφτηκα ακάλυπτη τα όσα φοβήθηκα ανοίγοντας ένα φράγμα πίστης στην αύριο μου γενιά,
στην ποίηση που κατρακυλάει αβίαστη στην πεζή της χρήση χωρίς να εκπορνεύσει ούτε μια στάλα τον εαυτό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου